καννίν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

Αυτός που είναι πολύ λεπτός, σαν καλάμι του ψαρέματος.


Παράδειγμα

Έγινες σαν το καννί, μα εν τρώεις τίποτε;


Συνώνυμα:

ξεραντζ̌ιάρης, πετσίν τζ̌αι κόκκαλον, ξεραντζ̌ίάρης, -ισσα -ιν/-ικον, πετσί τζ̌αι κόκκαλο

Αντώνυμα:

βόρτος, βόρτισσα, λόττα, βόρτος, βόρτισσα, λόττα

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.