καουρτώ
Ρήμα
Ρήμα
(μτφ) Ταλαιπωρώ κάποιον, τον 'τσιγαρίζω'.
Παραδείγματα
Τούτη η σειρά εκαούρτησεν μας! Πόσον τζ̌αιρό να περιμένουμε το επόμενο επεισόδιο!
Μα εν διαιτητής τούτος ρε; Εκαούρτησεν μας που να μείνουν μαύρα, τρία πέναλτι τζαι εν μας έδωκε ούτε ένα!
Προέλευση
Από το τουρκ. kavurmak 'ψήνω'.