καπό
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ο γύρος κατά τον οποίο μία ομάδα κερδίζει όλα τα φύλλα στην πιλόττα.
Παράδειγμα
Προέλευση
< γαλλ. capot 'κάλυμμα'. Η λέξη χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία και στη γαλλική εκδοχή του παιχνιδιού.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
- Συνήθως συντάσσεται με τα ρήματα παίρνω και πηαίννω: επήραμεν τους καπό, επήαμεν καπό.
- Στην περίπτωση που μια ομάδα πάρει όλες τις (8) μπάζες, το παιχνίδι λέγεται πως πήγε καπό και οι νικητές παίρνουν 250 αντί των 160 πόντων (συν το ποντάρισμα και τις δηλώσεις). Στην σπάνια περίπτωση που η ομάδα που πήρε όλες τις μπάζες ήταν η αμυνόμενη και όχι οι αγοραστές, το παιχνίδι λέμε ότι πήγε ανάποδο καπό.