καραγκιόζης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που αρνείται να σοβαρευτεί.
Παραδείγματα
Ρε μεν είσαι τέλια καραγκιόζης. Εν σοβαρό το θέμα που συζητούμε τωρά.
Σταμάτα επιτέλους να κάμνεις τον καραγκιόζη. Πρέπει να ωριμάσεις κάποτε.
Σημειώσεις
Ο Καραγκιόζης είναι κεντρικός χαρακτήρας του παραδοσιακού τουρκικού και ελληνικού Θεάτρου Σκιών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αποκαλείται με το όνομα του πρωταγωνιστή του. Στα τούρκικα ονομάζεται Karagöz που σημαίνει μαυρομάτης.
Πηγές
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%B9%CF%8C%CE%B6%CE%B7%CF%82