καρτάνα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Γυναίκα χαμηλού ήθους, πόρνη.
Παραδείγματα
Προέλευση
Από το ιταλικό (febbre) quartana "τεταρταίος (πυρετός)".
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Η λέξη αναφέρεται στο βασικό σύμπτωμα της ελονοσίας, που ήταν και η αρχική της σημασία όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και σε άλλες περιοχές, όπως φαίνεται από το Λεξικό της Λευκαδίτικης Διαλέκτου. Μετά την καταπολέμηση της αρρώστιας, που έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τα εύκρατα κλίματα, παρέμεινε σε χρήση η μεταφορική σημασία της λέξης.