κασάπης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ποδοσφαιριστής που κάνει πολύ σκληρά φάουλ.
Παράδειγμα
Ρε μα είδες ίντα ττάκκλιν του έκαμε; Έσπασεν του το πόιν του ο κασάπης!
Περισσότερα ...
Ποδοσφαιριστής που κάνει πολύ σκληρά φάουλ.
Ρε μα είδες ίντα ττάκκλιν του έκαμε; Έσπασεν του το πόιν του ο κασάπης!