καυλάντης, -ισσα
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Αυτός που κάνει ό,τι του καυλώσει, ό,τι γουστάρει - και κατ' επέκταση αυτός που ξέρει να χαίρεται τη ζωή.
(ειρων.) Αυτός που το παίζει ωραίος και σπουδαίος και κατ' επέκταση που νομίζει ότι μπορεί να κάνει ό,τι του καυλώσει.
Παραδείγματα
-Τζ̌ίνη που μου αρέσκει έσ̌ει φίλο αλλά είμαι σίουρος ότι εν να την ρίξω!
- Ε κανεί ρε καυλάντη.
Eν κανεί που στο μάθημα του συγκεκριμένου καθηγητή έν καταλάβω γρι, είσ̌ιεν τζ̌αι έναν πρήχτη που έκαμνεν τον έξυπνο τζ̌αι έπεζεν μας τον καυλάντη.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Ίδιο με το νεοελληνικό καυλάντης.