καύκα
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Η ερωμένη παντρεμένου άντρα.


Παράδειγμα

-Α Καλλιόπη, έμαθες τα ότι ο Γιώρκος έσ̌ει καύκαν;

-Ναι, κόρη έμαθα τα. Ο παλιάδρωπος! Κρίμας την γεναίκα του που τον ανέχτηκεν τόσα χρόνια.

  1. Η γκόμενα, η κοπέλα, η φιλενάδα κάποιου.


Παράδειγμα

Νάμπον ρε Γιάννη; Πως τα πάτε με την καυκούα σου;

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Υποκοριστικό: καυκούα.

Σημειώσεις

Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται με τη πρώτη της σημασία κυριώς από τις παλαιότερες γενιές, ενώ οι νέοι τη χρησιμοποιούν με τη δεύτερη της σημασία για να αναφερθούν δηλαδή σε μια κανονική σχέση.

Πηγές

http://www.glossesweb.com/2010/09/blog-post_4640.html


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

3 σκέψεις για “καύκα