κεντικελένης
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που είναι άξεστος, αμόρφωτος.


Παράδειγμα

Είσαι τέλεια κεντικελένης, εν ξέρεις να ούτε μιλήσεις, ούτε να συμπεριφερτείς σωστά σε ένα άνθρωπο!


Συνώνυμα:

, κούσπος


Γράψτε απάντηση στο makats Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

2 σκέψεις για “κεντικελένης