κκιλιντζ̌ιρκόν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Κάποιος ή κάτι που είναι βρώμικο, απεριποίητο, ελεεινό.
Παραδείγματα
Επήα στο περίπτερο όπως το κκιλιντζ̌ιρκόν, είχα άλουστα μαλλιά τζ̆αι εφορούσα λερωμένα ρούχα.
Το σπίτι σου εν ένα κκιλιντζ̌ιρκόν, καθάρισε λίο.
Σύνολο ανθρώπων που θεωρούνται βρομιάρηδες, ελεεινοί.