κκοπάς
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που αντιγράφει, που κοπάρει.
Παράδειγμα
-Ρε λαλώ σου έπιαεν το γραπτό μου τζ̌αι αντίγραψεν τo ούλλο όπως ήταν, ο κκοπάς! Εν άφηκε τίποτε έξω!
Προέλευση
Από το αγγλ. copy “αντιγράφω”.
Περισσότερα ...
Αυτός που αντιγράφει, που κοπάρει.
-Ρε λαλώ σου έπιαεν το γραπτό μου τζ̌αι αντίγραψεν τo ούλλο όπως ήταν, ο κκοπάς! Εν άφηκε τίποτε έξω!
Από το αγγλ. copy “αντιγράφω”.