κοντοβίλλης
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που έχει μικρόν βίλλον, ο μικροτσούτσουνος.


Παράδειγμα

Εχώρισε την κοπέλλα του γιατί έλεγε στες φίλες της πως είναι κοντοβίλλης.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.