κοτσιρόσ̆σ̆υλλοςΟυσιαστικό, αρσενικόΥβριστικόΧαρακτηρισμός προσώπουΆνθρωπος με πολλά ελαττώματα, για τον οποίο έχουμε τη χείριστη γνώμη ΠαράδειγμαΌταν κάποιος έθελεν να χαραχτηρίσει έναν πόσικον άθρωπον, ασυνεπήν, σσυφφεροντολόγον, που δεν μπορ΄α βασιστείς πάνω του, που μπορεί να σε προδώσει για την παραμικρήν ιδιοτέλειαν, που δεν σέβεται με αθρώπους με ιερά, που στη σκέψην του τζιαι μόνον έρκεται σου ζόλος μες τα ρουθούνια τζιαι ανακάτσιασμαν εις το στομάσιν, αντί να κάτσει να τα πει τούτα ούλλα, είπεν εν κοτσιρόσιυλλος.