κουλούτζ̌ιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αυτός που είναι εντελώς αγράμματος, "τυφλός".
Παράδειγμα
Αυτός που δεν βλέπει μπροστά του, συνήθως επειδή είναι πολύ μεθυσμένος.
Παραδείγματα
Παραπατά τζ̌αι κουτουλλά πας τους τοίχους, εν στραβός κουλούτζ̌ιν.
Ίνταλος να μην χωρίσουν, αφού επήαινε έσσω κουλούτζ̌ιν κάθε νύχτα!
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Η λέξη κουλούτζ̌ιν σημαίνει κυριολεκτικά το κουτάβι, το νεογέννητο σκυλάκι που δεν έχουν ακόμη ανοίξει τα μάτια του. Η ίδια λέξη υπάρχει και στην στην κρητική διάλεκτο. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη λέξη κουλούντζ̌ιν που προέρχεται από το τουρκικό kulunç και σημαίνει κολικός.