κουππίν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Κάτι πολύ εύκολο, κάτι που το έχουμε σίγουρο.
Παράδειγμα
Πελλέ μου εν κουππί τούντο μάθημα. Εν να το περάσουμε με 10.
Συνώνυμα:
κλεψ̆ιά, κλεψιά
Περισσότερα ...
Κάτι πολύ εύκολο, κάτι που το έχουμε σίγουρο.
Πελλέ μου εν κουππί τούντο μάθημα. Εν να το περάσουμε με 10.