κουραπιές
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που μεταφέρει ναρκωτικά, το βαποράκι.
Παραδείγματα
Είναι ο κουραπιές των φυλακών, έτσι τον αποκαλούν για να μην καταλάβουν την δράση του οι δεσμοφύλακες.
Ότι σου δώκει μεν πιάεις εν κουραπιές εκατάλαβες ένεν ;