κούλλουφος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Aυτός που είναι πολύ ατημέλητος, άθλιος.
Παραδείγματα
Ο καταγόμενος από τα Κοκκινοχώρια.
Παράδειγμα
Προέλευση
Το "kul" στα τούρκικα σημαίνει σκλάβος.
Περισσότερα ...
Aυτός που είναι πολύ ατημέλητος, άθλιος.
Ο καταγόμενος από τα Κοκκινοχώρια.