κούνελλος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Στρατιώτης που δεν έχει σκοπιά ή άλλη υπηρεσία, που τεμπελιάζει.
Παραδείγματα
Ρε μα πάλε πόψε εν ιφκάλλεις σκοπιά, εν η δεύτερη μέρα που είσαι κούνελλος.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Ο κούνελλος μάλλον προέρχεται από την ελληνική στρατιωτική αργκό.