κούσπος
Ουσιαστικό, αρσενικό

κούσβος

  1. (μτφ) Αυτός που είναι άξεστος, αμόρφωτος.


Παραδείγματα


Συνώνυμα:

, κεντικελένης

Φράσεις

  • έσιει κούσπο (στο Μιτσερό)

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.