κούσπος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι βλάκας, που δεν κατανοεί τις εξηγήσεις που του δίνουν.
Παράδειγμα
(μτφ) Αυτός που είναι άξεστος, αμόρφωτος.
Παραδείγματα
Καλύτερα κούσπος τζ̌αι στον τόπο σου, παρά γραμματιζούμενος τζ̌αι στα πέρα.
Συνώνυμα:
, κεντικελένης
Φράσεις
- έσιει κούσπο (στο Μιτσερό)