κρέας
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ο τεμπέλης, αυτός που βαριέται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Παράδειγμα
Ρε ο Γιαννής εν κρέας! Πάντα αρκεί πολλά να πάει στη σκοπιά.
Ο άχρηστος ποδοσφαιριστής, που δεν παίζει καλά.
Παράδειγμα
Πάσαρε μια φορά καλά, ρε κρέας!