κόλοκοςΟυσιαστικό, αρσενικόΕιρωνικόΧαρακτηρισμός προσώπουΒλ. κολότζ̌ιν. Παράδειγμα (μτφ) O χαζός, ο αγράμματος. ΠαράδειγμαΘκιάβασ'τα μαθήματα σου τωρά να μεν σε λαλούν κόλοκο στο σχολείο, άκουσες;;