κόφκω ξύλαΦράσηΕιρωνικόΚοινή αργκό(μτφ.) Ροχαλίζω πολύ δυνατά. ΠαραδείγματαΟ άντρας μου ούλλη νύχτα κόφκει ξύλα τζ̌' εν μπορώ να τζ̌οιμηθώ. Ακόμα εν έππεσε τζ̌αι κόφκει ξύλα τούτος.