κώλος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι πολύ τυχερός, ο κωλόφαρδος.
Παραδείγματα
Αμάν ρε κουμπάρε ίντα κώλος είσαι, εκέρτισες σε ούλλα τα παιχνίθκια!
Άνοιξεν ο κώλος του τωρά, εν να μας φάει ούλλα τα λεφτά στα χαρκιά!
Είσαι τέλεια κώλος ρε, ούλλα πηαίνουν σου όπως τα θέλεις!
Φράσεις
- άνοιξεν ο κώλος σου
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Το υποκοριστικό κωλούιν έχει την ίδια σημασία.