λέσ̌ιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Άνθρωπος βρόμικος, σιχαμένος κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Παραδείγματα
Ρε λαλώ σου μεν τον εμπιστεύκεσε τζε τούτος εν πολλά λέσσιν τζε εν να σου παίξει ππουσσκιά.
Προέλευση
μσν. λέσι < τουρκ. leş `ψοφίμι΄
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
1. Η λέξη συναντάται και σε άλλες νεοελληνικές διαλέκτους:
2. Η αρχική σημασία της λέξης διασώζεται σε χρήσεις όπως οι παρακάτω:
Ο καράολος ο μάγκας
Πας στους τσίγγους της παράγκας
Που τζιημάτε σαν το λέσιην
Τζι αντροπήν ποττέ εν έσιει
3. Παροιμία: