λαλλαροπυρά
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Υπερβολική ζέστη, καύσωνας που δεν αντέχεται.
Παραδείγματα
Μα τι λαλλαροπυρά εν τούτη σήμερα , εν μπορούμε να κυκλοφορήσουμε που τον ήλιο που έσ̌ιει !
Εν μπορώ έσκασα εν λαλλαροπυρά!
Πόσην ώρα να αντέξεις να δουλέυκεις μες τη λαλλαροπυρά, εν να πάθεις καμιάν ηλίαση!
Συνώνυμα:
Προέλευση
Επιτατικός σχηματισμός, από το πυρά "φωτιά, ζέστη" και το λάλλαρος "πολλή ζέστη, καύσωνας".