λιλλίνΟυσιαστικό, ουδέτεροΚοινή αργκόΤο χρήμα, το μαλλί. ΠαραδείγματαΜε το που επήρεν πρέφαν ο κυπραίος ότι έshει λιλλίν ο κλάδος, εν μιά νυκτί άρκεψεν να εξαπλώννεται άλλης ποικιλίας μανιτάριν: οι ντηβέλοπερς! Θέλουμεν ούλλοι που τον πρώτο ως τον τελευταίο οπαδό να δούμε την ΑΕΛ πρώτη κατηγορία στο μπάσκετ. [...] Η πουστιά όμως είναι πως λιλλι δεν υπάρχει. Τούτο εννα μπορούσε να εν μια απλή δικαιολογιά για να ζητήσουμε που τον κόσμο λεφτά.