λουβάνες
Ουσιαστικό, θηλυκό

Φράσεις

  • λουβώ λουβάνες
  • κόφκω λουβάνες
  • πουλώ λουβάνες

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Με τη σημασία αυτή, η λέξη χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό.

Κοντινή σημασία καταγράφεται ήδη στο γλωσσάριο Φαρμακίδου (Κυπρή, Θ. Υλικά δια την Σύνταξιν Ιστορικού Λεξικού της Κυπριακής Διαλέκτου, Μέρος Β΄, Γλωσσάριον Ξενοφώντος Π. Φαρμακίδου Λευκωσία, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, 1983, σ. 173):

Σημειώσεις

Η κυριολεκτική σημασία της λέξης αναφέρεται στο φυτό λάθυρος (lathyrus ochrus), είδος φάβας.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.