λούρτα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Σαχλαμάρα, τσ̌όφτα.
Παραδείγματα
Κόψε λίο τες λούρτες, μεν λαλείς συνέχεια βλακείες.
Μα λαλείς ότι εν πετυχημένη ταινία τούντη η λούρτα;
Υπερβολή.
Παράδειγμα
Ο Μάριος ούλλον λούρτες λαλεί, είπεν μου ότι έδερεν δέκα άτομα εχτές.