λυμένος
Μετοχή
Μετοχή
(μτφ) Αυτός που είναι πωρωμένος, καμένος, κολλημένος με κάτι, που παιδεύεται με κάτι και δεν το αφήνει.
Παραδείγματα
Εν φκαίνει πόξω που έσσω του, εν λυμένος πας τα παιχνίθκια του pc.
-Που είσαι χασιμιός τις τελευταίες εφτομάδες; -Είμαι λυμένος στο θκιάβασμα ρε! Είχα εξετάσεις!
Συνώνυμα:
, πωρωμένος, καμένος
(μτφ) Ο κουρασμένος, ο καταβεβλημένος σωματικά.
Παράδειγμα
Έρκεται αργά τη νύχτα σπίτι, λυμένος τζ̌αι σταμένος ο μιτσής. Κάμνει τρεις δουλειές τωρά τζ̌αι βουρά τζ̌αι με το πανεπιστήμιο.
Συνώνυμα:
, σταμένος, κομμένος
Φράσεις
- Λυμένος τζ̌αι σταμένος
- Κομμένος τζ̌αι λυμένος
Σημειώσεις
Πηγές
http://www.lexigram.gr/lex/enni/%CE%BB%CE%B9%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%82#Hist1
http://wikipriaka.com/cy/dict/8
http://www.slang.gr/lemma/12362-liomeno-pagoto
http://www.slang.gr/lemma/23859-poromenos-kammenos