λυσ̌σ̌ιώ
Ρήμα

  1. (αμτβ) Οργίζομαι, θυμώνω πολύ, μανιάζω.


Παράδειγμα

Ελύσ̆σ̆ιασα όταν μου είπεν ότι επέταξεν την αγαπημένη μου αφίσ̆α.

Φράσεις

  • λυσ̌σ̌ιώ σε

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.