μάμμουλος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι πολύ δεμένος με την μητέρα του, ο μαμάκιας.
Παραδείγματα
Εν χάνεις παθκιά της μάνας σου, εν για αυτό που σε φωνάζουν μάμμουλο μες το χωρκό.
Μάμμουλος είσουν που γεννησιμιό εν θα αλλάξεις ποτέ σου.