μάντηςΟυσιαστικό, διγενέςΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουΑυτός που κατάγεται από τη Λάρνακα. ΠαραδείγματαΟι δε Μάντηες που ήταν Σκαλιώτες μέχρι τζιαι το εβδομήντα - ογδόντα, τζιαι τωρά τελευταίως αλλάξαν το τζιαι γινήκαν Λαρνακείς! Οι Λαρνακείς, οι λεγόµενοι Σκαλιώτες - άλλως µάντηες - δεν πρέπει να πάρουν πάνω τους και να αρχίσουν να κοροϊδεύουν τους Παφίτες.