μάππουρος
Ουσιαστικό, αρσενικό

Ο ανόητος, ο βλάκας.


Παραδείγματα

Ο γιός μου εν τέλια μάππουρος, εν ξέρει πόσα κάμνει 1+1.


Ο πιο διάσημος μάππουρος της Κύπρου λέγεται Ρίκκος!

rikkos_20130711


Αντώνυμα:

, αψός

Προέλευση

Σύμφωνα με το λεξικό Γιαγκουλλή (2005), η λέξη είναι σύνθετη από τα μάππα (κονδυλώδης ρίζα φυτού) και νούρος (ουρά). Η κυριολεκτική σημασία του μάππουρου είναι ο καρπός του κωνοφόρου δέντρου, το κουκουνάρι.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.