μάππουρος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ο ανόητος, ο βλάκας.
Παραδείγματα
Ο γιός μου εν τέλια μάππουρος, εν ξέρει πόσα κάμνει 1+1.
Ο πιο διάσημος μάππουρος της Κύπρου λέγεται Ρίκκος!
Αντώνυμα:
, αψός
Προέλευση
Σύμφωνα με το λεξικό Γιαγκουλλή (2005), η λέξη είναι σύνθετη από τα μάππα (κονδυλώδης ρίζα φυτού) και νούρος (ουρά). Η κυριολεκτική σημασία του μάππουρου είναι ο καρπός του κωνοφόρου δέντρου, το κουκουνάρι.