μάστρος, μαστόρισσα
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Αφεντικό· λέγεται συνήθως για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που έχουν γνώση και εμπειρία πάνω σε ένα θέμα.
Παραδείγματα
Ε μάστρε-Γιώργο, ό,τι πεις εσύ θα κάμουμε!
Εν μπορώ να φύω που τη δουλειά πιο γλήορα, εθθα με αφήκει η μαστόρισσα μου.
Αυτός που ξέρει κάτι πολύ καλά, που είναι καλός γνώστης ενός θέματος.
Παράδειγμα
Άκου τον ντα μπου σου λαλεί, ξέρει, εν μάστρος πα΄ σ΄ έτσι πράματα!
Φράσεις
- Έ μάστρε!
Προέλευση
Σύμφωνα με το ΛΚΝ προέρχεται από το μεσαιωνικό μάστορας < *μαΐστορας <*μαγίστορας < ελνστ. μαγίστωρ, αιτ. -ορα < λατ. magister 'δάσκαλος, ΄δάσκαλος΄ στην τέχνη του'.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Όταν συνοδεύει ουσιαστικό, παίρνει τη μορφή μάστρε ακόμη και αν δεν είναι σε κλητική πτώση: ο μάστρε-Κώστας.
Σημειώσεις
Το να αποκαλούμε κάποιον μάστρο είναι ένδειξη εκτίμησης και σεβασμού.