μεινίσκω χάσκονταςΦράσηΚοινή αργκόΜένω έκπληκτος, άναυδος, μαλάκας. ΠαραδείγματαΕν το περίμενα, έμεινα χάσκοντας όταν άρχισε να τραγουδά! Μόλις με είδε με τα κότσ̌ινα μαλλιά έμεινε χάσκοντας! Παρατηρήσεις (γλωσσικές)Χρησιμοποιείται στον αόριστο κυρίως. Δεν μπορεί να κλιθεί σε όλους τους χρόνους.