μαλλουρόσ̌σ̌υλλοςΟυσιαστικό, αρσενικόΆθλιος, σαν σκύλος με βρόμικο και μπερδεμένο τρίχωμα. ΠαράδειγμαΔώστην μάππα πιο γλίορα ρε μαλλουρόσιηλλε πορτάρη (εδώ ο οπαδός αναφέρεται προφανώς σε ράτσα σκυλιού τύπου πούτολ. Με πλούσιο – σγουρό μαλλί που αγωνίζεται στη θέση του τερματοφύλακα και είναι πάρα πολύ αργό γενικά).