μαννοκίκκιρος
Επίθετο
Επίθετο
Αυτός που είναι άχρηστος, τα έχει κάνει όλα χάλια, αλλά έλα που του έχουμε και αδυναμία...
Παράδειγμα
-Έβαλες τα μακαρόνια να βράσουν χωρίς νερό; Είσαι τέλλια μαννοκίκκιρος!
Προέλευση
Σύνθετη λέξη από το επιθ. μαννός και το ουσ. κίκκιρος 'κουφιοκέφαλος".