μαννοσύνη
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Προέλευση
Από το επίθ. μαννός 'βλάκας'.
Σημειώσεις
Η παλιότερη εμφάνιση της λέξης που μπορέσαμε να εντοπίσουμε διαδικτυακά χρονολογείται στο 2008: [...] ο "ρατσισμός" εν προς την μόδα τζιαι την μαννοσύνη του κόσμου που ακολουθά ότι του πασάρει το μάρκετινγκ [...] (σχόλιο στο ΕΜΟ, 4 Φεβρουαρίου 2008).