μαρτούιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
(μτφ) Πολύ ήσυχος και ήρεμος άνθρωπος, αρνάκι.
Παραδείγματα
https://giphy.com/embed/RKNNW4sy4SH0vCZ3ar?fbclid=IwAR1-fFjUozqI7q1l7Y353nJBb6K0B4oegPiM15fTjqUZ1rHJZpCcJ4rO1dM
Συνώνυμα:
αρνούιν, αρνούιν
Φράσεις
- κάμνω κάποιον μαρτούιν
Προέλευση
Από το μαρτίν 'αρνί' και την υποκοριστική κατάληξη -ού(δ)ιν.