μαστραππούιν
[mastɾapʰːín]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[mastɾapʰːín]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Προέλευση
Υποκοριστικό του μαστραππίν ΄τενεκεδένιο δοχείο νερού΄.
Σημειώσεις
Η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως από την ομάδα που χάνει το κύπελλο, για να ειρωνευτεί τους νικητές: Μαστραππούιν/Κατσαρολίν/ττενεκούιν της κόα κόλα: Ειρωνευτικά το τρόπαιο του Κυπέλλου συνήθως από τους πρωταθλητές της χρονιάς όταν καταλήξει στα χέρια των αντιπάλων. «Τι να το κάμω ρε το μαστραππούιν;» «Χάρισμα σας το κατσαρολίν!» «επιάτε τζιαι εσείς το ττενεκούιν της κόα κόλα τζιαι θα το πεί τζιαι ο κώλ@$ σας».