ματσουτζ̌ιά
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Βλακεία, γκάφα, ανόητη πράξη ή συμπεριφορά.
Παραδείγματα
Αμάν! Εν έπρεπε να της πω ότι είδαμεν το κοπελλούι της εχτές στο κκαφέ, ενόμιζα ότι το έξερεν! Εκάμα μιάλην ματσουτζ̌ιά!
Προέλευση
Πιθανώς από το βεν. mazzoca από το οποίο προέρχεται και το μσν. ματσούκα 'ραβδί'. Η κυριολεκτική σημασία της λέξης είναι 'χτύπημα με ματσούμα'.