μαυρής, μαυρού
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Άνθρωπος από τη μαύρη φυλή.
(ειδικά για το θηλ.) Οικιακή βοηθός που δεν ανήκει στη λευκή φυλή.
Περισσότερα ...
Άνθρωπος από τη μαύρη φυλή.
(ειδικά για το θηλ.) Οικιακή βοηθός που δεν ανήκει στη λευκή φυλή.