μολλόσ̌ιν
[moˈlːoʃin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[moˈlːoʃin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ο μόνιμος λοχίας.
Παράδειγμα
Έν υποφέρεται το μολλόσ̌ιν, έβαλεν μας να καθαρίσουμε τες τουαλέττες θκυο φορές σήμμερα.
Προέλευση
< μολλόχ- (από τη συντομογραφία Μον. Λοχ.) -ιν.