μολλόχας[moˈlːoxas]Ουσιαστικό, αρσενικόΣτρατιωτικόμολλόσ̌ινΟ μόνιμος λοχίας. ΠαραδείγματαΝα έρχεται ο μολλόχας πουπάνω μου τζιαι να στριγγλίζει: -Ολύμπιε εννα σε φκάλω αναφορά. Προέλευση< μολλόχ- (από τη συντομογραφία Μον. Λοχ.) + -ας.