μουλλάς
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Αυτός που είναι καθυστερημένος πολιτισμικά, υπανάπτυκτος.


Παράδειγμα

  1. Αυτός που μοιάζει στην εμφάνιση με Τούρκο, ο "μαυρόψης" όπως λέγεται στα κυπριακά.

Προέλευση

Από το τουρκ. mollâ το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το αραβ. ملا‎‎ που σημαίνει τον μορφωμένο γνώστη των θρησκευτικών κανόνων, που είναι συνήθως ανώτερης κοινωνικής τάξης και με σημαντική θέση.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.