μουτσ̌οβίλλης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Μαλάκας, άχρηστος, αυτός που όλη μέρα παίζει το πουλί του.
Παραδείγματα
Εβάλαμεν τον μουτσ̌οβίλλη να σ̌άσει την πόρτα, τζ̌αι έππεσεν πάνω μας.
Εν τέλεια μουτσ̌οβίλλης τούτος ο δικηγόρος σου, πότε εννά τον αλλάξεις;
Συνώνυμα:
μουτσ̌οπαίχτης, μουτσ̌οπαίχτης