μούτταλλοςΟυσιαστικό, αρσενικόΠοδοσφαιρικόΣουτ που γίνεται με την μύτη του ποδιού. ΠαράδειγμαΕτράβησεν τον μούτταλλον ρε τούτος. https://www.cyslang.com/wp-content/uploads/2015/12/μούταλος.mp4