μπίλης
Ουσιαστικό, αρσενικό

Ο λογαριασμός, ιδίως στο εστιατόριο.


Παραδείγματα

Φώναξε του σερβιτόρου να μας φέρει τον μπίλη να φέφκουμεν.


Προέλευση

Δάνειο από το αγγλικό bill "λογαριασμός".

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.