μώρατσοςΟυσιαστικό, αρσενικόΝεανική γλώσσαΝεολογισμόςΤο πολύ ωραίο μωρό. ΠαραδείγματαΣε είδα κούκλε μου μέσα στο αυτοκίνητο του φίλου σου. Ήσουν ένας μώρατσος. Όποτε σε θωρώ χτυπά η καρδούλα μου πολλά δυνατά. Πότε εν να σε δω μόνο σου πέρκι δω μιαν άσπρη μέρα; Στην κοπέλα που έστειλε «Σε είδα» για τον κιθαρίστα του bar «Harley Davidson», θέλω να την ενημερώσω πως ο μώρατσος είναι κρατημένος.