νομίζει ότι κρατά τον Θεόν που τ’ αρτζ̆ίθκια
[noˈmizːi oti kɾaˈta to‿θːeˈom bu‿t‿aˈɾ̥t͡ʃiθca]
Φράση



Νομίζει ότι είναι πολύ σπουδαίος, ότι έχει ιδαίτερο κύρος ή εξυπνάδα.


Παραδείγματα

Μα σιόρ, επειδή έγινεν διευθυντής νομίζει ότι κρατά το Θεό που τ'αρτσ̌ίθκια;


Ποιά νομίζεις ότι είσαι; Νομίζεις ότι κρατάς το Θεό που τ'αρτσ̌ίθκια;


ba8146eb2f055a6e7bd62f0e43bc5378849f0531492746e301746cf91f4297c9

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.